ὁπόστος

ὁπόστος
ὁπόστος, η, ον,
A in what or which place in numerical order,

ὁπόστον μέρος Archyt. 1

; ὁ. εἰλήχει what number he had drawn, Pl.R.617e ; ὁ. ἐγένετο ἀφ' Ἡρακλέους how many generations from . . , X.Ages.1.2 ; οὕτως ὁπόστος τὸν ἀριθμόν, κτλ., in a sense determined by the number of which he is one, Arist.Pol.1262a3 ;

οὐ πρῶτος, οὐ δεύτερος . . , οὐχ ὁποστοσοῦν D.18.310

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οπόστος — ὁπόστος, η, ον (Α) 1. πόσος ως προς τον αριθμό, ως προς τη θέση που κατέχει σε μια αριθμητική σειρά («ὁπόστος εἰλήχει» τί αριθμό είχε πετύχει με την κλήρωση, Πλάτ.) 2. φρ. «ὁπόστος εἰμὶ» ή «ὁπόστος γίγνομαι ἀπό τινος» πόσες γενιές απέχω από… …   Dictionary of Greek

  • ὁπόστος — in what masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπόστον — ὁπόστος in what masc acc sg ὁπόστος in what neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁποστοσοῦν — ὁπόστος in what indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπόστην — ὁπόστος in what fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οποστημόριος — ὁποστημόριος, ία, ον (Α) πόσου ή ποιού μέρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόστος + μόριος (< μόρος < μείρομαι), πρβλ. πολλοστη μόριος] …   Dictionary of Greek

  • οποστοσούν — ὁποοτοσοῡν (Α) οποιασδήποτε τάξης ή σειράς κι αν είναι, όσος και αν είναι στη σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόστος + οὖν (πρβλ. οιοσ ούν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”